-
1 ἐξ-αν-ευρίσκω
ἐξ-αν-ευρίσκω (s. εὑρίσκω), herausfinden, ausfindig machen, οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν; was ersinnst du? Soph. Phil. 979; öfter bei Plut.
-
2 εξανευρισκω
1) выискивать, отыскивать, находить(ἐν τοῖς δριμυτάτοις ἄνθεσι τὸ λειότατον μέλι Plut.)
; aor. найти, обнаружить, открыть(ἐξανευρεῖν, sc. τὰ Θησέως ὀστᾶ Plut.)
2) изобретатьοἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν ; Soph. — что это ты выдумываешь?
-
3 ἐξανευρίσκω
ἐξ-αν-ευρίσκω, herausfinden, ausfindig machen, οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν; was ersinnst du?
См. также в других словарях:
εξανευρίσκω — ἐξανευρίσκω (Α) 1. επινοώ, εφευρίσκω («ὦ μῑσος, οἷα κἀξανευρίσκεις λέγειν», Σοφ.) 2. βρίσκω, ανακαλύπτω … Dictionary of Greek